πολυγενής

πολυγενής
-ές, Α
αυτός που ανήκει σε πολλά γένη («πολυγενῆ τὸν Δία προσηγόρευσεν», παπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -γενής (< γένος), πρβλ. μονο-γενής, ομο-γενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυγενής — of many families masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυγένης, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1862 – 1935). Έλληνας νομομαθής. Σπούδασε στην Αθήνα και στη Γερμανία και είχε μακρά πανεπιστημιακή σταδιοδρομία, υφηγητής από το 1890 και καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών από το 1895. Άφησε σημαντικό συγγραφικό έργο: Περί… …   Dictionary of Greek

  • πολυγενῆ — πολυγενής of many families neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυγενής of many families masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυγενής of many families masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγενῶν — πολυγενής of many families masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • Βιντσάιντ, Μπέρνχαρντ — (Bernhard Windscheid, Ντίσελντορφ 1817 – Λειψία 1892).Γερμανός νομικός. Έκτακτος καθηγητής του ρωμαϊκού δικαίου στη Βόνη το 1847, κατέλαβε το ίδιο έτος την έδρα επίσης του ρωμαϊκού δικαίου στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, και κατόπιν στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”